- τρίσβαθο
- το, Νβλ. τρίσβαθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίσβαθος — η, ο, Ν 1. πολύ βαθύς, βαθύτατος (α. «στες τρίσβαθες σπηλιές τους», Κρυστάλλ. β. «η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του», Σολωμ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το τρίσβαθο και τα τρίσβαθα το πιο βαθύ και απόκρυφο μέρος («τό χε θάψει στα τρίσβαθα… … Dictionary of Greek